τρέμοντας

τρέμοντας
τρέμω
tremble
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απορριγώ — ἀπορριγῶ ( έω κ. όω) (Α) 1. έχω ρίγος, τρέμω 2. ( έω) οπισθοχωρώ τρέμοντας, φοβάμαι, δειλιάζω 3. ( όω) τρέμω από το κρύο, κρυώνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ριγώ ( έω κ. όω) < ρίγος) …   Dictionary of Greek

  • περιτρέω — Α διασκορπίζομαι τρέμοντας από φόβο («λαοὶ δὲ περίτρεσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τρέω «τρέμω»] …   Dictionary of Greek

  • πιστόλι — το (λ. ιταλ.), μικρό φορητό όπλο, αλλιώς μπιστόλι, περίστροφο, ρεβόλβερ: Αρπάζει τρέμοντας τα δυο πιστόλια (Μαλακάσης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”